Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Αγία Πόλη

См. также в других словарях:

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Πετρούπολη — (Sankt Peterburg) . Πόλη (4.694.000 κάτ. το 2000), πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιοχής (85.900 τ. χλμ.) της Ρωσικής Ομοσπονδίας και παλαιά πρωτεύουσα της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Χτισμένη στον Φινικό κόλπο (Βαλτική θάλασσα), στο δέλτα των… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Λουκία — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Αγία Λουκία Έκταση: 616 τ. χλμ. Πληθυσμός: 160.145 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κάστρις (60.934 κάτ. το 1998)Στα ΝΑ βρίσκονται τα Μπαρμπάντος, Β και σε απόσταση 54 χλμ.… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Παρασκευή — Ονομασία 33 οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 230 μ., 56.836 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες του Υμηττού σε απόσταση 10 χλμ. βορειοανατολικά των Αθηνών, σε πευκόφυτη περιοχή …   Dictionary of Greek

  • Αγία Βαρβάρα — I Μικρό νησί σε ελάχιστη απόσταση από τον μυχό του κόλπου των Μαλίων στη βορειοανατολική Κρήτη. Στο νησί βρέθηκαν τάφοι και σπίτια μεσομινωικής εποχής. Ήταν κατοικημένο έως την αρχαϊκή εποχή. Με το ίδιο όνομα υπάρχουν στην Ελλάδα τρία ακρωτήρια:… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Μαργαρίτα — (Sainte Marguerite).Γαλλικό μικρό νησί στη Μεσόγειο, απέναντι από την πόλη Κάνες, από την οποία απέχει δύο μίλια. Έχει μήκος 6 χλμ. και χωρίζεται από το γειτονικό μικρό επίσης νησί του Αγίου Ονοράτου με πορθμό πλάτους ενός χλμ. Στο νησί αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Μαρία — (Santa Maria).Ονομασία διαφόρων νησιών και πόλεων. 1. Νησί στις βορειοδυτικές Αζόρες με έκταση 109 τ. χλμ. και πληθυσμό 10.000 κατοίκους. 2. Λέγεται και νησί Τσαρλς και ανήκει στην ομάδα των νησιών Γκαλαπάγκος. 3. Νησί στον Ειρηνικό ωκεανό, στη… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Κίεβο — (Kiev Kyyiv). Πόλη (2.602.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Είναι χτισμένη σε ένα επίπεδο ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, στο όριο ανάμεσα στη δασική ζώνη και στη στέπα. Παραδοσιακή γεωργική αγορά καθώς και αγορά γουναρικών και… …   Dictionary of Greek

  • Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα — (εβρ. Yerushalayim, αραβ. Al Quds). Πόλη (622.091 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Βρίσκεται στο κεντρικό υψίπεδο της ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Παλαιστίνης, στην ιστορική περιοχή της Ιουδαίας και σε υψόμετρο που ποικίλλει από περίπου 720 μ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»